Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σύγγραμμα

  • 1 σύγγραμμα

    [синграмма] ουσ. о. сочинение, литературное произведение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύγγραμμα

  • 2 сочинение

    сочинение с 1) (произведение) το έργο, το σύγγραμμα 2) (школьное) η έκθεση
    * * *
    с
    1) ( произведение) το έργο, το σύγγραμμα
    2) ( школьное) η έκθεση

    Русско-греческий словарь > сочинение

  • 3 труд

    труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα
    * * *
    м
    1) ( работа) η εργασία, η δουλειά

    физи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία

    2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος

    без труда́ — χωρίς δυσκολία

    с трудо́м — με δυσκολία

    3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα

    Русско-греческий словарь > труд

  • 4 труд

    труд
    ж
    1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·
    2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):
    с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·
    3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:
    нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν.

    Русско-новогреческий словарь > труд

  • 5 труд

    1. (деятельность человека, работа) η εργασί/α, η δουλειά
    производительность - а παραγωγικότητα της - ας, αποδοτικότητα της - ας
    ручной - см. физический -
    умственный - πνευματική -, διανοητική -
    2. (сочинение, произведение) το σύγγραμμα, η μελέτη
    η εργασία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труд

  • 6 произведение

    произведение
    с
    1. τό ἔργο[ν] / τό σύγγραμμα (научное):
    \произведение искусства τό ἔργο τέχνης· литерату́рное \произведение τό λογοτεχνικό ἔργο·
    2. мат τό γινόμενο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > произведение

  • 7 книга

    θ.
    1. βιβλίο•

    книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•

    переплести -у δένω βιβλίο•

    раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•

    для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•

    книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•

    учебная εγχειρίδιο•

    бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•

    кассовая книга βιβλίο ταμείου•

    приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•

    церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•

    жалобная книга βιβλίο παραπόνων•

    сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•

    записная книга το σημειωματάριο•

    книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.

    2. έργο, σύγγραμμα.
    3. κατάλογος•

    телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.

    4. οδηγός•

    справочная книга βιβλίο οδηγιών.

    5. τόμος.
    εκφρ.
    книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•
    и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης.

    Большой русско-греческий словарь > книга

  • 8 миниатюра

    θ.
    έγχρωμο γράμμα ή σχέδιο στην αρχή κεφαλαίου ή παραγράφου αρχαίων κειμένων. || μικρογραφία, μινιατούρα. || επιτομή, μικρό σύγγραμμα.
    εκφρ.
    в -е – σε σμικρογραφία.

    Большой русско-греческий словарь > миниатюра

  • 9 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

См. также в других словарях:

  • σύγγραμμα — writing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγγραμμα — το, ΝΜΑ [συγγράφω] πνευματικό έργο σε γραπτό πεζό λόγο (α. «εξέδωσε ένα σημαντικό επιστημονικό σύγγραμμα» β. «Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράματι τῷ περὶ Ἡρακλέους», Ηρόδ.) νεοελλ. βιβλίο («κάθε φοιτητής δικαιούται δωρεάν ένα μόνον σύγγραμμα»)… …   Dictionary of Greek

  • σύγγραμμα — το βιβλίο, συγγραφή, γραπτό έργο λογοτεχνικό ή επιστημονικό: Μελετά τα συγγράμματα των αρχαίων φιλοσόφων. – Τα συγγράμματα του καθηγητή μοιράζονται δωρεάν στους φοιτητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύγγραμμα — σύγγραμμα , σύγγραμμα writing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …   Dictionary of Greek

  • Διάταξις Φιλοθέου — Σύγγραμμα του 14ου αι., αγνώστου συγγραφέα. Πολλοί θεωρούν πως πρόκειται για έργο του οικουμενικού πατριάρχη Φιλόθεου του Κόκκινου και άλλοι το αποδίδουν στον σύγχρονο του Φιλόθεου, επίσκοπο Ηρακλείας. Πρόκειται για αναλυτική τυπική διάταξη της… …   Dictionary of Greek

  • συγγραμμάτων — σύγγραμμα writing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγράμμασι — σύγγραμμα writing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγράμμασιν — σύγγραμμα writing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγράμματα — σύγγραμμα writing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγράμματι — σύγγραμμα writing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»